Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2002/91/ΕΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η ενεργειακή απόδοση λαµβάνει υπόψιν παράγοντες όπως η θέρµανση, το ζεστό νερό, ο κλιµατισµός, ο φωτισµός και τα χαρακτηριστικά του κελύφους, µε επίκεντρο τις ενεργειακές απώλειες. Πολλές χώρες έχουν ήδη σηµαντικές επιτυχίες στον τοµέα της ελαχιστοποίηση των απωλειών. Έχουν θεσπίσει όρια για τον χαρακτηρισµό ενός κτιρίου ως χαµηλών ενεργειακών απαιτήσεων (στην Γερµανία <50 KWh/m2 ανά έτος) ενώ η κατασκευή κτιρίων µε χαµηλές ενεργειακές απαιτήσεις επιδοτείται.
Για την εφαρµογή της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ (µε προβλεπόµενη ηµεροµηνία µεταφοράς στο εθνικό δίκαιο τον Ιανουάριο του 2006), είναι απαραίτητη η στήριξη των εµπλεκοµένων στην εξοικονόµηση ενέργειας µε ένα πρόγραµµα ευρύτερης ενηµέρωσης, τεχνολογικής πληροφόρησης και αρχικής υποστήριξης µε δοκιµές και πιστοποιήσεις, που θα βοηθήσει τεχνικά, τεχνολογικά και οικονοµικά τις επιχειρήσεις δοµικών προϊόντων και τον κλάδο των κατασκευών στην παραγωγή και στην σωστή εφαρµογή κατάλληλων προϊόντων µε γνωστές τιµές συντελεστή θερµοπερατότητας U (W/m2K).
Η προτεινόµενη νέα προσέγγιση για την εφαρµογή της Οδηγίας στη θέση των µηχανισµών ελέγχου και του συστήµατος ποινών που συνήθως (δεν) εφαρµόζεται, προβλέπει την έρευνα των δυνατοτήτων της ελληνικής αγοράς να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της Οδηγίας, την έρευνα των επιπτώσεων στην αγορά από την εφαρµογή της Οδηγίας και την προετοιµασία της αγοράς για την αξιοποίηση της Οδηγίας µε σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την επίτευξη πραγµατικής οικονοµίας στις δαπάνες για ενέργεια σε όφελος της εθνικής οικονοµίας.
Το ενεργειακό ζήτηµα στα κτίρια
Η ενεργειακή ζήτηση του τοµέα των κατασκευών στην ΕΕ καλύπτει το 50% της συνολικής ζήτησης. Παράλληλα, ο τοµέας των κατασκευών ευθύνεται για το 22% των εκποµπών CO2, υπερβαίνοντας έτσι τις εκποµπές της βιοµηχανίας. Το ζήτηµα γίνεται πολύ σηµαντικό αν λάβει κανείς υπόψιν τις κατά καιρούς αυξήσεις στις τιµές του πετρελαίου. Παρά το γεγονός ότι η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι αυξήσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες σταδιακές µειώσεις, εν τούτοις όλοι συµφωνούν ότι όλο και συχνότερα θα δηµιουργούνται στο µέλλον προϋποθέσεις για νέες ανατιµήσεις.
Στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής πολλών ευρωπαϊκών χωρών, έχουν ενταχθεί µέτρα και πρακτικές περιορισµού της εξάρτησης από το πετρέλαιο. Στόχος των πολιτικών αυτών είναι η µεταφορά πόρων που προορίζονται για πετρέλαιο (εισαγωγή πρώτης ύλης) προς την ανάπτυξη των τεχνολογιών εξοικονόµησης ενέργειας (στήριξη της τοπικής οικονοµίας). Εξ άλλου προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και άλλοι παράγοντες πέραν των οικονοµικών, κυρίως προστασίας του περιβάλλοντος, υπέρ της οποίας ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο οι πολίτες.
Σύµφωνα µε τα υπάρχοντα στοιχεία πριν από την δεκαετία του ’80, στην Ευρώπη η µέση κατανάλωση ενέργειας ανά κατοικία ήταν από 200 έως 300 KWh/m2 ανά έτος. Το κέλυφος και τα παράθυρα αποτελούν τις επιφάνειες που είναι από κοινού υπεύθυνες για το 70% των ενεργειακών απωλειών των κτιρίων. Λαµβάνοντας υπόψιν την πολύ περιορισµένη επιφάνεια των παραθύρων έναντι εκείνης του κελύφους, γίνεται αντιληπτό πόσο σηµαντική είναι η απώλεια από τα παράθυρα, τα οποία στην προ του ‘80 Ευρώπη εθεωρούντο η µαύρη τρύπα της ενεργειακής κατανάλωσης.
Με την πάροδο του χρόνου και την βελτίωση των σχετικών τεχνολογιών, τα σύγχρονα κτίρια χαµηλής ενεργειακής κατανάλωσης καταναλίσκουν πλέον από 30 έως 70 KWh/m2 ανά έτος. Μεγάλο µέρος της βελτίωσης αυτής οφείλεται στην εφαρµογή τεχνολογιών θερµοµόνωσης κελύφους, που αποτελούν σήµερα ευρωπαϊκή τεχνολογία αιχµής. Ειδικότερα τα παράθυρα αποτελούν βασικό στόχο στην προσπάθεια αυτή, µια και αποτελούν το 20% της επιφάνειας του κελύφους και από αυτά εξαρτάται σε σηµαντικό βαθµό η συνολική δυνατή εξοικονόµηση ενέργειας.
Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία, µια διαφορά στην θερµοµόνωση του παραθύρου κατά µόλις 0,1W/m2K περιορίζει την κατανάλωση πετρελαίου κατά 1,2l/m2 παραθύρου ανά έτος. Λαµβάνοντας υπόψιν την διαφορά ανάµεσα στο συντελεστή θερµοπερατότητας ενός απλού µη θερµοµονωτικού παραθύρου (U>4W/m2K) και ενός παραθύρου τελευταίας τεχνολογίας (U<0,8W/m2K) αντιλαµβάνεται κανείς το µέγεθος της οικονοµίας που µπορεί να επιτευχθεί στον τοµέα αυτό µε την αξιοποίηση της τρέχουσας τεχνολογίας, αρκεί να προσανατολιστεί σωστά η σχετική παραγωγή.
Πολιτικές και δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η αξιοποίηση των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας και η εφαρµογή µεθόδων ελαχιστοποίησης των ενεργειακών αναγκών των κτιρίων αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες των πολιτικών όλων των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ήδη από καιρό υιοθετηθεί και από την ΕΕ.
Η εξοικονόµηση ενέργειας στα κτίρια εξαρτάται κυρίως από τα παρακάτω (τα οποία περιλαµβάνει κατ’επέκτασιν και ο υπολογισµός της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων σύµφωνα µε την Οδηγία 2002/91/ΕΚ)
• Τα θερµικά χαρακτηριστικά του κτιρίου (θερµοµόνωση του κελύφους και των παραθύρων)
• Την αεροστεγανότητα (σε συνδυασµό µε συστήµατα φυσικού αερισµού µε ανάκτηση θερµότητας)
• Την θέση και προσανατολισµό των κτιρίων (περιλαµβανοµένης και της ρύθµισης του ηλιασµού)
• Τον φυσικό φωτισµό
• Την εγκατάσταση θέρµανσης και τροφοδοσίας θερµού νερού
• Τις οικιακές συσκευές χαµηλής ενεργειακής κατανάλωσης
• Την εγκατάσταση κλιµατισµού
• Τα παθητικά ηλιακά συστήµατα και την ηλιοπροστασία
Δεδοµένου ότι τα κτίρια έχουν έναν µέσο όρο ζωής 50 ετών, η εφαρµογή µέτρων εξοικονόµησης ενέργειας αφορά σε µια µεγάλη χρονική περίοδο που εκτείνεται πέρα από το 2050, για την οποία οι προβλέψεις ως προς το κόστος και την ζήτηση της ενέργειας δεν είναι θετικές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λειτουργούν σήµερα στην Γερµανία 10 διαφορετικά χρηµατοδοτικά µέσα για την υποστήριξη των πολιτών στο θέµα της εγκατάστασης δοµικών προϊόντων, κυρίως παραθύρων, µε µικρό συντελεστή θερµοπερατότητας, σε υπάρχουσες και νέες κατοικίες.
Βασιζόµενη στην από πολλών ετών σωστή εφαρµογή ολοκληρωµένων κανονισµών θερµοµόνωσης κτιρίων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, προχώρησε πρόσφατα η ΕΕ στο επόµενο βήµα, µε την Οδηγία 2002/91/ΕΚ ώστε να καταστήσει πλέον γνωστή στον καταναλωτή την ενεργειακή επίδοση των κτιρίων και στη συνέχεια να ανοίξει το δρόµο για φορολογικές και άλλες διαφοροποιήσεις, ανάλογα µε την περίσταση.
Η Οδηγία 2002/91/ΕΚ προβλέπει ότι:
• Ο τοµέας της κατοικίας και ο τριτογενής τοµέας, το µεγαλύτερο µέρος των οποίων είναι κτίρια, αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Κοινότητα και αναπτύσσεται, τάση που πρόκειται να αυξήσει την ενεργειακή του κατανάλωση και, κατά συνέπεια, τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα.
• Η οδηγία 89/106/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 21ης ?εκεµβρίου 1988, για την προσέγγιση των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών όσον αφορά τα προϊόντα του τοµέα των δοµικών κατασκευών, απαιτεί να γίνονται οι δοµικές κατασκευές και οι εγκαταστάσεις θέρµανσης, ψύξης και αερισµού κατά τρόπο ώστε η απαιτούµενη κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρησιµοποίηση του έργου να είναι χαµηλή, ανάλογα µε τα κλιµατικά δεδοµένα του τόπου αλλά και τους χρήστες.
• Η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων θα πρέπει να υπολογίζεται µε βάση µεθοδολογία που µπορεί να διαφοροποιείται σε περιφερειακό επίπεδο και η οποία περιέχει, εκτός της θερµοµόνωσης, και άλλους παράγοντες που διαδραµατίζουν ολοένα και περισσότερο σηµαντικό ρόλο όπως π.χ. οι εγκαταστάσεις θέρµανσης/κλιµατισµού, η εφαρµογή ανανεώσιµων πηγών ενέργειας και ο σχεδιασµός του κτιρίου. Η κοινή προσέγγιση στη διαδικασία αυτή, που θα εκτελείται από εξειδικευµένους ή/και διαπιστευµένους εµπειρογνώµονες, των οποίων η ανεξαρτησία θα πρέπει να εξασφαλίζεται βάσει αντικειµενικών κριτηρίων, θα συµβάλλει στη δηµιουργία ισότιµων όρων σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες που καταβάλλονται στα κράτη µέλη για εξοικονόµηση ενέργειας στον κτιριακό τοµέα και θα εισάγει διαφάνεια για τους υποψήφιους ιδιοκτήτες ή χρήστες αναφορικά µε την ενεργειακή απόδοση στην κοινοτική αγορά ακινήτων.
• Θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα ταχείας προσαρµογής της µεθοδολογίας υπολογισµού και τακτικής αναθεώρησης εκ µέρους των κρατών µελών των ελάχιστων απαιτήσεων στον τοµέα της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, έχοντας υπόψη την τεχνική πρόοδο, µεταξύ άλλων όσον αφορά τις µονωτικές ιδιότητες (ή την ποιότητα) των υλικών κατασκευής, και τις µελλοντικές εξελίξεις στην τυποποίηση. και θεσπίζει απαιτήσεις που αφορούν:
• το γενικό πλαίσιο για µια µεθοδολογία υπολογισµού της ολοκληρωµένης ενεργειακής απόδοσης
• την εφαρµογή ελαχίστων απαιτήσεων για την ενεργειακή απόδοση των νέων κτιρίων
• την εφαρµογή ελαχίστων απαιτήσεων για την ενεργειακή απόδοση µεγάλων υφισταµένων κτιρίων στα οποία γίνεται µεγάλης κλίµακας ανακαίνιση
• την ενεργειακή πιστοποίηση των κτιρίων.
Προϋπόθεση για την εφαρµογή των πολιτικών της ΕΕ στα θέµατα αυτά αποτελεί η εφαρµογή των ρυθµίσεων της λειτουργίας της κατασκευαστικής βιοµηχανίας που προβλέπει η Οδηγία 89/106/EOK. Σύµφωνα µε αυτήν όλα τα δοµικά προϊόντα πρέπει να ικανοποιούν ορισµένες απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν στα εξής:
- Μηχανική αντοχή και σταθερότητα
- Ασφάλεια σε περίπτωση φωτιάς
- Προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος
- Ασφάλεια κατά την χρήση
- Προστασία από το θόρυβο
- Οικονοµία στην ενέργεια και διατήρηση της θερµότητας.
Στόχος της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ είναι να έχουν όλα τα δοµικά προϊόντα γνωστές και ελεγχόµενες ιδιότητες σε συνδυασµό µε πιστοποιηµένη ποιότητα και σήµανση CE. Προκειµένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ ο οργανισµός CEN/CENELEC στον οποίο συµµετέχει ο ΕΛΟΤ εκδίδει πρότυπα για όλα τα δοµικά προϊόντα, τα οποία ένα έτος µετά την επικύρωσή τους καθίστανται υποχρεωτικά. Προϊόντα που καλύπτουν τις απαιτήσεις των προτύπων της Οδηγίας 89/106/EΟΚ φέρουν το σήµα CE.
Μετά την επικύρωση του προτύπου ενός προϊόντος, δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς σήµα CE. Σήµερα βρίσκονται σε ισχύ πολλά πρότυπα EN για αντίστοιχα δοµικά προϊόντα, σύµφωνα µε τον σχετικό πίνακα της CEN/CENELEC ο οποίος δηµοσιεύεται ανανεούµενος διαρκώς στον δικτυακό τόπο http://europa.eu.int/comm/enterprise/newapproach/standardization/harmstds/
Με την κυκλοφορία υλικών και προϊόντων γνωστών και σταθερών ιδιοτήτων και την γνωστοποίηση των επιδόσεων των κατασκευών ως προς την ενεργειακή τους κατανάλωση, τίθενται οι βάσεις για µια µακροχρόνια ευρωπαϊκή πολιτική περιορισµού της εξάρτησης από το πετρέλαιο, παράλληλα µε την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας υλικών και τεχνολογιών περιορισµού των ενεργειακών απωλειών. Συνεπώς η ανάγκη στήριξης της εφαρµογής των δύο αυτών Οδηγιών και στην Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από προφανής.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Η ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων στην Ελλάδα είναι µεγάλη και αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 35% της παραγόµενης ενέργειας. Από το ποσοστό αυτό η θέρµανση αντιπροσωπεύει περισσότερο από το µισό, δηλαδή πλησιάζει το 20% της παραγόµενης ενέργειας (ΥΠΕΧ??Ε, 2001). Το µεγαλύτερο µέρος της κατανάλωσης αυτής καλύπτεται από το πετρέλαιο, µε αποτέλεσµα σηµαντική επιβάρυνση των οικονοµικών τόσο του δηµοσίου όσο και των νοικοκυριών. Η συνεχής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου συνεπάγεται αύξηση, όχι µείωση της κατανάλωσης αυτής. Συνεπώς κάθε προσπάθεια µεθόδευσης του περιορισµού της ενέργειας που καταναλίσκουν τα κτίρια είναι σηµαντική και συµβάλει ταυτόχρονα τόσο στην βελτίωση του οικογενειακού όσο και του εθνικού προϋπολογισµού.
Η εφαρµογή κανονισµού θερµοµόνωσης στην Ελλάδα εδώ και πάνω από 25 έτη, δεν µπόρεσε να ξεφύγει από τους κανόνες που χαρακτηρίζουν την σύγχρονη ελληνική πραγµατικότητα. Η αγορά κυριαρχείται από µύθους όπως ότι η θερµοµόνωση αυξάνει το κόστος κατασκευής της κατοικίας, ενώ δεν χρειάζεται γιατί στην Ελλάδα ο χειµώνας δεν είναι βαρύς (η αλήθεια είναι ότι µάλλον η πολιτική γης αυξάνει το κόστος της κατοικίας και ότι οι ενεργειακές ανάγκες των κατοικιών δεν περιορίζονται µόνο στον χειµώνα). Οι µελέτες θερµοµόνωσης έχουν υποβαθµιστεί, οι κατασκευές δεν ελέγχονται , τα θερµοµονωτικά υλικά που εφαρµόζονται στοχεύουν στην επίδειξη (σε κρίσιµα σηµεία δεν ξεπερνούν τα 2 εκατοστά). Κυρίως όµως τοποθετούνται αγνώστων στοιχείων κουφώµατα και κατασκευάζονται υπερµεγέθεις εξώστες (συνήθως µη χρησιµοποιούµενοι λόγω σκόνης, θορύβου και καυσαερίων) χωρίς µόνωση, που αποτελούν ιδανικές κατασκευές εκτόνωσης της θερµικής ενέργειας προς το ύπαιθρο. Η σπατάλη που συνεπάγεται η πραγµατικότητα αυτή είναι τόσο σηµαντική, ώστε να εκµηδενίζεται κάθε όφελος που προκύπτει από την πολλαπλά προβαλλόµενη εφαρµογή πολυδάπανων τεχνικών µέσων για την εξοικονόµηση ενέργειας από ανανεώσιµες πηγές, τα οποία εν τέλει στην πλειοψηφία τους δεν είναι και ελληνικής παραγωγής.
Με την εφαρµογή των Οδηγιών 89/106/ΕΟΚ και 2002/91/ΕΚ δηµιουργούνται οι προϋποθέσεις για τον περιορισµό της καταστροφικής αυτής πολιτικής. Ήδη σήµερα, εις εφαρµογήν της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ ο ΕΛΟΤ έχει εκδώσει περί τα 100 πρότυπα απαιτήσεων, ελέγχου, δοκιµών, αξιολόγησης για τα εξωτερικά κουφώµατα. Αντίστοιχο έργο γίνεται και για άλλα δοµικά υλικά και προϊόντα που σχετίζονται µε την ενέργεια. Όλα αυτά λειτουργούν βέβαια σε όφελος της ελληνικής οικονοµίας, δεν είναι όµως χωρίς συνέπειες.
Το πρότυπο για τα εξωτερικά κουφώµατα (ΕΝ14351/2-02) προβλέπει σηµαντική σειρά υποχρεώσεων ελέγχου και δοκιµών των χαρακτηριστικών των προϊόντων αυτών, προκειµένου να τους απονεµηθεί το σήµα CE, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται ο συντελεστής θερµοπερατότητας U.
Με την υποχρεωτική εφαρµογή του προτύπου αυτού “προ των πυλών” η βιοµηχανία κουφωµάτων θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, όπως φαίνεται και από την έρευνα Atkins που έγινε το 2000 για λογαριασµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε σκοπό να εξετάσει τις επιπτώσεις της εφαρµογής της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ. (βλέπε http://europa.eu.int/comm/enterprise/construction/internal/atkins/final.pdf «Effects of regulation and technical harmonization on the intra-community trade in construction products»).
Στο κεφάλαιο της έρευνας Atkins για τα παράθυρα αναφέρεται ένα υψηλό κόστος αρχικής πιστοποίησης (π.χ. 10.000 € ανά προϊόν). Στις ευρωπαϊκές χώρες µε παράδοση στους ελέγχους δοµικών προϊόντων (Γερµανία, Γαλλία, Ηνωµένο Βασίλειο, Ισπανία, Σουηδία, αλλά και σε άλλες χώρες), οι επιπτώσεις από την εφαρµογή της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ θα είναι περιορισµένες. Αντίθετα σε χώρες που τώρα εισάγουν το πρώτον ανάλογα συστήµατα, το κόστος θα είναι υψηλό.
Το κόστος αυτό σε κατακερµατισµένες αγορές (όπως της Ισπανίας µε 3.000 επιχειρήσεις) είναι υψηλό και θα οδηγήσει σε περιορισµό του αριθµού των επιχειρήσεων και του αριθµού των προϊόντων. Αν και η έρευνα δεν αναφέρεται στην Ελλάδα, οι συνθήκες είναι σαφώς χειρότερες διότι η τοπική αγορά είναι µικρότερη ενώ ο αριθµός των επιχειρήσεων είναι µεγαλύτερος.
Συνεπώς η εφαρµογή των απαιτήσεων της Οδηγίας 89/106/ΕΟΚ θα επιφέρει σηµαντικές ανακατατάξεις.
Γιατί χρειάζεται µία νέα προσέγγιση στην εφαρµογή της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ
Τόσο οι οικονοµικές (τιµές ενέργειας) όσο και οι νοµικές (εφαρµογή Οδηγιών) αλλά και οι τεχνικές (βιοµηχανία) συνθήκες έχουν πλέον ωριµάσει για την ευρεία εφαρµογή των διατιθεµένων τεχνολογιών περιορισµού της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, αρχής γενοµένης από την εφαρµογή της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ που έπρεπε να έχει µεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο µέχρι τον Ιανουάριο του 2006. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρµογή κανονισµών και οδηγιών όπως η υπό συζήτησιν είναι η προετοιµασία της σχετικής βιοµηχανίας στην οποία περιλαµβάνονται παραγωγοί πρώτων υλών και προϊόντων, εισαγωγείς, έµποροι, µηχανικοί, κατασκευαστικές εταιρίες και άλλοι.
Όλοι αυτοί πρέπει να αντιληφθούν την επερχόµενη µεταβολή, τα οφέλη τους από αυτήν και να βοηθηθούν να καλύψουν ενδεχόµενες δαπάνες αρχικής εφαρµογής, άλλως θα λάβουν αρνητική στάση.
Η θέσπιση και εν συνεχεία µη εφαρµογή Οδηγιών της ΕΕ (µέχρι την φάση της επιβολής προστίµων) δεν αποτελεί νέο. Είναι γνωστό ότι η εφαρµογή κανονισµών και οδηγιών βρίσκει στην Ελλάδα αντιστάσεις που οφείλονται σε βαθιά ριζωµένες πεποιθήσεις που µε τη σειρά τους στηρίζονται σε µακροχρόνια βιώµατα, µε αποτέλεσµα η πρώτη αντίδραση να αφορά συνήθως στην παράκαµψη παρά στην αξιοποίηση των νέων δεδοµένων. Συνέπεια των ανωτέρω είναι να µη λειτουργεί η εφαρµογή κανονισµών και οδηγιών κατά τρόπο ανάλογο µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως µε την ανοχή δηµοσίων αρχών και πολιτών και πάντοτε σε βάρος της εθνικής οικονοµίας.
Η κατάσταση επιδεινώνεται µε την απειλή νοµικών και οικονοµικών κυρώσεων και τελικά καταρρέει µε την αδυναµία επιβολής των κυρώσεων αυτών εκ µέρους των αρχών. Είναι συνεπώς καλύτερη µία νέα προσέγγιση που να προβάλει κυρίως τα οικονοµικά πλεονεκτήµατα της εφαρµογής των κανονισµών και των οδηγιών και σε δεύτερο επίπεδο να προειδοποιεί για τα οικονοµικά µειονεκτήµατα της µη εφαρµογής τους, µε στόχο να καταστήσει τόσο την βιοµηχανία όσο και τον πολίτη συµµέτοχους.
Αντί να ακολουθηθεί η κλασσική προσέγγιση στην εφαρµογή της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ (εφαρµογή νοµοθεσίας, προληπτικός ή κατασταλτικός έλεγχος εκ µέρους των αρχών, πρόστιµα κλπ) η οποία θα καταστρατηγηθεί µε κάποιον τρόπο σε βάρος της ανάπτυξης, προτείνεται η αντίθετη µέθοδος µε τη δηµιουργία ενός θετικού πλαισίου εφαρµογής που περιλαµβάνει την έρευνα των τρεχουσών συνθηκών της αγοράς, την µελέτη των επιπτώσεων από την εφαρµογή της Οδηγίας, την διατύπωση µέτρων περιορισµού των αρνητικών επιπτώσεων, την καθοδήγηση της αγοράς µε στόχο την κάλυψη των απαιτήσεων της Οδηγίας και την έµµεση οικονοµική στήριξη της τοπικής βιοµηχανίας δοµικών προϊόντων για την αρχική εφαρµογή της.
Η µεταφορά αρχών και µεθόδων που εφαρµόζονται ήδη από καιρό στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωση για την στήριξη µιας εθνικής προσπάθειας αποτελεί µια πολύ θετική εξέλιξη διότι αξιοποιεί τις τρέχουσες µεθόδους κινητοποίησης της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας γύρω από κοινούς στόχους, παρέχει ενηµέρωση και γνώση στην σχετική βιοµηχανία, δίνει στόχους ανάπτυξης µε µέσο-µακροπρόθεσµες προοπτικές, κινητοποιεί την τοπική βιοµηχανία να επενδύσει σε Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη, υποστηρίζει την εφαρµογή Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει την τοπική βιοµηχανία στην ανάγκη ανάπτυξης προϊόντων που καλύπτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις των Οδηγιών, καλύπτει µέρος του κόστους της αρχικής πιστοποίησης σχετικών προϊόντων και εν γένει προετοιµάζει την τοπική βιοµηχανία για τα επόµενα βήµατα της που αφορούν την επιβίωση της στον ενιαίο ευρωπαϊκό οικονοµικό χώρο. Παράλληλα προετοιµάζει την αγορά για την λειτουργία της µέσα στα πλαίσια των οδηγιών (σήµατα CE) και τους δηµόσιους ερευνητικούς και ακαδηµαϊκούς φορείς για την λειτουργία τους ως φορείς υποστήριξης της τοπικής βιοµηχανίας.
Με την καθυστέρηση της ουσιαστικής εφαρµογής τεχνολογιών θερµοµόνωσης στην χώρα για πολλά χρόνια και την συνεπαγόµενη υπανάπτυξη της σχετικής τοπικής αγοράς, οι αντίστοιχες βιοµηχανίες δεν είναι σε θέση ούτε νέες τεχνολογίες να αναπτύξουν ούτε σε ευρωπαϊκές συλλογικές ενέργειες να συµµετέχουν µε αποτέλεσµα να παρατηρείται απόκλιση αντί σύγκλιση. Αντίθετα µε την προτεινόµενη νέα προσέγγιση ανοίγουν δρόµοι για την συµµετοχή τους στη συνέχεια στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και την συµβολή τους στην στήριξη της εφαρµογής των κοινοτικών οδηγιών στον τοµέα της ενέργειας.
Η προτεινόµενη νέα προσέγγιση θα πρέπει να επικεντρωθεί σε τρία στοιχεία του κελύφους των κτιρίων (εξωτερικά χωρίσµατα, κουφώµατα, εξώστες) µε σκοπό να αντιµετωπίσει την υπόθεση της εξοικονόµησης ενέργειας σε τρία επίπεδα (µελέτης, παραγωγής, εφαρµογής).
Μια στόχευση για την βελτίωση της θερµοµόνωσης των ελληνικών παραθύρων (ένα από τα τρία κρίσιµα στοιχεία) από 3W/m2K (πιθανός µέσος όρος ελληνικών παραθύρων) σε 1,5W/m2K (ευρωπαϊκή τεχνολογία του 1996) θα οδηγούσε σε οικονοµία 18l/m2 παραθύρου ανά έτος. Για µια κατοικία µε 15m2 επιφάνεια παραθύρων η εξοικονόµηση ενέργειας µόνο από αυτή την µεταβολή θα ανέλθει σε πάνω από 250 λίτρα πετρελαίου ανά έτος. Συνεπώς κάθε σχετική δαπάνη του δηµοσίου προς την κατεύθυνση της εφαρµογής της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ θα αποδώσει σηµαντικά οφέλη.
Δεδοµένου ότι κάθε αντίστοιχη προσπάθεια συνεπάγεται κόστος για όλες τις πλευρές, η έµµεση χρηµατοδότηση ορισµένων βασικών υποδοµών και εξόδων προσαρµογής στα νέα δεδοµένα αποτελεί απαραίτητο κίνητρο για την σχετική βιοµηχανία. Έτσι η παροχή υποδοµών και τεχνογνωσίας µέσω δηµοσίων φορέων και η οικονοµική στήριξη µε ένα ευρύ πρόγραµµα τεχνικής και τεχνολογικής υποστήριξης, κατάρτισης, δοκιµών, πιστοποιήσεων και ενηµέρωσης αποτελεί απαραίτητο αρχικό βήµα.
Δεδοµένου ότι δεν είναι δυνατή η επιδότηση της βιοµηχανίας, κάθε συµβολή εκ µέρους του δηµοσίου για την κάλυψη µέρους των δαπανών αρχικής πιστοποίησης, µέσω προγραµµάτων, αποτελεί σηµαντική βοήθεια. Προς την κατεύθυνση αυτή η προτεινόµενη προσέγγιση προβλέπει τόσο την ανάπτυξη υποδοµών δοκιµών από την πλευρά του δηµοσίου όσο και εκτεταµένη έρευνα αγοράς ενόψει της εφαρµογής της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ που
θα επιτρέψει την συγκέντρωση στοιχείων για τις θερµοµονωτικές επιδόσεις των ελληνικών προϊόντων στηρίζοντας µε τον τρόπο αυτό τις ελληνικές επιχειρήσεις στην αντιµετώπιση του κόστους της αρχικής πιστοποίησης, χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές του ανταγωνισµού. Έτσι το πραγµατικό πρόσθετο κόστος της βιοµηχανίας θα την επιβαρύνει λιγότερο στην αρχή και περισσότερο αργότερα και παράλληλα µε την αύξηση του τζίρου που θα προέλθει από την εφαρµογή της Οδηγίας.
Η πρωτοβουλία µιας προσπάθειας σε εθνική κλίµακα που θα συγκεντρώσει τον σχετικό κλάδο της βιοµηχανίας και θα συγκροτήσει µια ενιαία βάση εφαρµογής της Οδηγίας απαντώντας σε όλη τη σειρά προβληµάτων που θα προκύψουν, θα λειτουργήσει πολύ θετικά και προς την κατεύθυνση της υπέρβασης των εγκατεστηµένων προκαταλήψεων αλλά και συµφερόντων.
Ποιο είναι το κόστος και ποιο το όφελος από τη νέα προσέγγιση
Η εφαρµογή της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ άλλα και άλλων σχετικών µε την ενέργεια κανονισµών και οδηγιών προκειµένου να έχει αποτέλεσµα θα πρέπει να διασφαλίσει κατ’ αρχάς την στήριξη όλων των παραγόντων που συγκροτούν άµεσα ή έµµεσα τον αντίστοιχο κλάδο της βιοµηχανίας. Η συγκρότηση ενός φανερού και ενιαίου µετώπου που είναι αποφασισµένο να προωθήσει προσυµφωνηµένες µεθόδους, τεχνολογίες, πολιτικές µε κοινούς στόχους, αποτελεί προϋπόθεση για την κάµψη των αντιστάσεων που υπάρχουν σε κάθε αντίστοιχη προσπάθεια προόδου. Στη συγκεκριµένη περίπτωση το κεντρικό πρόβληµα θα τεθεί από µικρές κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες βλέπουν αρνητικά κάθε πιθανή αύξηση του κόστους των κατασκευών, ενώ επιµέρους προβλήµατα θα προκύψουν κυρίως λόγω των αρκετών προκαταλήψεων που προαναφέρθηκαν.
Η ευρωπαϊκή πολιτική για την εξοικονόµηση ενέργειας σε συνδυασµό µε την προώθηση της χρήσης των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας στηρίζεται σε δεδοµένα όπως η επιτυχής και µακροχρόνια εφαρµογή κανονισµών θερµοµόνωσης κτιρίων και η επιτυχής ανάπτυξη των ευρωπαϊκών τεχνολογιών στις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Η ανάγκη για λιγότερη εξάρτηση από εισαγόµενη ενέργεια σε συνδυασµό µε την ανάγκη για αξιοποίηση των ευρωπαϊκών τεχνολογικών πλεονεκτηµάτων µε στόχο την αύξηση της απασχόλησης οδηγεί ήδη σε έναν δεύτερο γύρο στην µάχη για την εξοικονόµηση ενέργειας µε την Οδηγία αυτή. Στην Ελλάδα που δεν έχει παρελθόν επιτυχούς εφαρµογής κανονισµού θερµοµόνωσης ούτε αναπτυγµένη τεχνολογία στις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, η µόνη διέξοδος που µένει είναι η στήριξη της εγχώριας παραγωγής θερµοµονωτικών υλικών και προϊόντων και η αξιοποίηση της Οδηγίας για την ανατροπή της τρέχουσας πρακτικής και την επίτευξη πραγµατικής οικονοµίας στην ενέργεια µε ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης.
Τα πλεονεκτήµατα του Ελληνικού δηµοσίου από την εφαρµογή της προτεινόµενης προσέγγισης είναι σηµαντικά.
- υλοποίηση στην ουσία της υποχρέωσης εφαρµογής της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ
- περιορισµός της σπατάλης στην ενέργεια που καταναλώνεται στα κτίρια
- βελτίωση της ποιότητας των κτιρίων
- οικονοµία στις δαπάνες, κυρίως θέρµανσης-ψύξης των νοικοκυριών
- περιορισµός της εξάρτησης από το πετρέλαιο και το αέριο
- αύξηση της απασχόλησης στον τοµέα των κατασκευών
- υποστήριξη των σχετικών ελληνικών επιχειρήσεων µε θεµιτούς τρόπους
- ενίσχυση των δηµοσίων υποδοµών, δοκιµών και µετρήσεων
Το σχετικό κόστος υλοποίησης της προτεινόµενης προσέγγισης για το δηµόσιο είναι εφ’ άπαξ και αφορά στην πρώτη περίοδο εφαρµογής της Οδηγίας. Το κόστος για τους συσχετιζόµενους ιδιωτικούς φορείς είναι έµµεσο και περιορίζεται σε κόστος εφαρµογής µέτρων ή προγραµµατισµού για την βελτίωση της παραγωγής τους.
Στην εφαρµογή της προτεινόµενης νέας προσέγγισης θα συµβάλλουν οι παρακάτω φορείς που θα είναι ταυτόχρονα και οι ωφελούµενοι από την εφαρµογή της:
• ?ηµόσιοι φορείς που χρηµατοδοτούν προγράµµατα εξοικονόµησης ενέργειας.
• Φορείς και οργανώσεις που εργάζονται στον τοµέα του περιβάλλοντος και της ενηµέρωσης των πολιτών σε περιβαλλοντικά θέµατα.
• Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασχολούνται µε ζητήµατα εξοικονόµησης ενέργειας στα κτίρια.
• Ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύµατα που ασχολούνται µε τα θέµατα της εξοικονόµησης ενέργειας (φορείς, µονάδες, επιστήµονες).
• Η βιοµηχανία δοµικών υλικών και προϊόντων που σχετίζεται µε την εξοικονόµηση ενέργειας (φορείς, µεγάλες επιχειρήσεις).
• Επιχειρήσεις και φορείς που διαχειρίζονται µεγάλα κτιριακά συγκροτήµατα.
Η συνήθως αρνητική εµπειρία από την εφαρµογή των οδηγιών και των κανονισµών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τις άµεσες επιπτώσεις για την εικόνα και την οικονοµία της χώρας (διασυρµός, πρόστιµα) έχει και έµµεσες επιπτώσεις, µάλλον σηµαντικότερες.
Οι κυριότερες από αυτές είναι η απώλεια της ευκαιρίας για πραγµατική σύγκλιση που παρέχει κάθε ανάλογη υποχρέωση εφαρµογής και η αρνητική εικόνα που σχηµατίζεται µε αφορµή τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κάθε νέα οδηγία παρέχει µία ακόµη ευκαιρία να αξιοποιηθεί η µέχρι τώρα αρνητική εµπειρία και να εφαρµοστεί µία νέα µεθόδευση προσέγγισης.
Η πλειοψηφία των εµπλεκοµένων θα αντιδράσει σαφώς θετικά, αρκεί να έχει όλη την πληροφόρηση και να αντιληφθεί ότι κάποιος φροντίζει για τα πραγµατικά προβλήµατα της εφαρµογής µε έντιµο και δίκαιο τρόπο.